φέγγω — έφεξα 1. μτβ. με γεν., ρίχνω φως σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω: Φέξε μου να δω. 2. αμτβ., εκπέμπω φως, είμαι φωτεινός, λάμπω: Δε φέγγει καθόλου αυτό το φανάρι. 3. είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής, φεγγρίζω: Η μπλούζα της είναι αραχνοΰφαντη και φέγγει.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγαρίζω — φεγγάρισα, αμτβ. 1. εκπέμπω ωχρό φως, είμαι χλομός (όπως το φως του φεγγαριού). 2. μτφ., αφήνω να διαφαίνεται κάτι αμυδρά μεσ’ από μένα, είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής: Η νυχτικιά της φεγγαρίζει. 3. μτφ., από τη μεγάλη αδυναμία γίνομαι ημιδιαφανής,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
αζουλίτης — ο (Ορυκτ.) ημιδιαφανής ποικιλία τού σμιθσονίτη (ΖnCO3) με ανοιχτό μπλε χρώμα, που συναντάται σε μεγάλες μάζες στην Αριζόνα και στην Ελλάδα (Λαυρεωτική) … Dictionary of Greek
αιγιρίνης — Ορυκτό, πυριτικό άλας σιδήρου και νατρίου του τύπου NaFeSi2O6, που ανήκει στην ομάδα των πυροξένων. Σχηματίζει επιμήκεις πρισματικούς κρυστάλλους κατά το μονοκλινές σύστημα. Έχει σκληρότητα 6 βαθμών στην κλίμακα Μος, ειδικό βάρος 3,55 γρ./κ. εκ … Dictionary of Greek
βλέννα — η (AM βλέννα) το έκκριμα της μύτης, μύξα νεοελλ. γλοιώδης και ημιδιαφανής έκκριση των βλεννογόνων αδένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δύο ν των λέξεων βλέννα και βλέννος οφείλονται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό, εκτός άν ο τ. βλέννος θεωρηθεί ότι προήλθε από … Dictionary of Greek
διαφώτιστος — η, ο 1. ημιδιαφανής 2. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το διαφώτιστο ιδιότητα τών διαφώτιστων σωμάτων … Dictionary of Greek
εγγαρίζω — Ν [φεγγάρι] 1. εκπέμπω χλομό φως, όπως το φως τής σελήνης 2. μτφ. α) είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής β) (για πρόσ.) γίνομαι πολύ λεπτός, σχεδόν διάφανος, από την αδυναμία … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιδιαφάνεια — η [ημιδιαφανής] ατελής διαφάνεια … Dictionary of Greek