ημιδιαφανής

ημιδιαφανής
-ές
1. ο ατελώς διαφανής, που δεν επιτρέπει την πλήρη διάβαση τών φωτεινών ακτινών
2. φρ. «ημιδιαφανή υλικά» — τα σώματα εκείνα που επιτρέπουν μεν τη διέλευση τού φωτός μέσα από τη μάζα τους, αλλά διά μέσου τών οποίων διακρίνει κάποιος αδρομερώς την ύπαρξη ενός αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + διαφανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φέγγω — έφεξα 1. μτβ. με γεν., ρίχνω φως σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω: Φέξε μου να δω. 2. αμτβ., εκπέμπω φως, είμαι φωτεινός, λάμπω: Δε φέγγει καθόλου αυτό το φανάρι. 3. είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής, φεγγρίζω: Η μπλούζα της είναι αραχνοΰφαντη και φέγγει.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεγγαρίζω — φεγγάρισα, αμτβ. 1. εκπέμπω ωχρό φως, είμαι χλομός (όπως το φως του φεγγαριού). 2. μτφ., αφήνω να διαφαίνεται κάτι αμυδρά μεσ’ από μένα, είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής: Η νυχτικιά της φεγγαρίζει. 3. μτφ., από τη μεγάλη αδυναμία γίνομαι ημιδιαφανής,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • αζουλίτης — ο (Ορυκτ.) ημιδιαφανής ποικιλία τού σμιθσονίτη (ΖnCO3) με ανοιχτό μπλε χρώμα, που συναντάται σε μεγάλες μάζες στην Αριζόνα και στην Ελλάδα (Λαυρεωτική) …   Dictionary of Greek

  • αιγιρίνης — Ορυκτό, πυριτικό άλας σιδήρου και νατρίου του τύπου NaFeSi2O6, που ανήκει στην ομάδα των πυροξένων. Σχηματίζει επιμήκεις πρισματικούς κρυστάλλους κατά το μονοκλινές σύστημα. Έχει σκληρότητα 6 βαθμών στην κλίμακα Μος, ειδικό βάρος 3,55 γρ./κ. εκ …   Dictionary of Greek

  • βλέννα — η (AM βλέννα) το έκκριμα της μύτης, μύξα νεοελλ. γλοιώδης και ημιδιαφανής έκκριση των βλεννογόνων αδένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δύο ν των λέξεων βλέννα και βλέννος οφείλονται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό, εκτός άν ο τ. βλέννος θεωρηθεί ότι προήλθε από …   Dictionary of Greek

  • διαφώτιστος — η, ο 1. ημιδιαφανής 2. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το διαφώτιστο ιδιότητα τών διαφώτιστων σωμάτων …   Dictionary of Greek

  • εγγαρίζω — Ν [φεγγάρι] 1. εκπέμπω χλομό φως, όπως το φως τής σελήνης 2. μτφ. α) είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής β) (για πρόσ.) γίνομαι πολύ λεπτός, σχεδόν διάφανος, από την αδυναμία …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιδιαφάνεια — η [ημιδιαφανής] ατελής διαφάνεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”